πελεκούδι

πελεκούδι
το
μικρό κομμάτι ξύλο από το πελέκημα, σχίζα, παρασχίδα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πελεκούδι — το 1. τεμάχιο κομμένου ξύλου, σχίζα 2. φρ. «θα καεί το πελεκούδι» θα επακολουθήσει μεγάλη διασκέδαση και ευωχία. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για υποκορ. τού πελεκούδα] …   Dictionary of Greek

  • -ούδι — υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής που προήλθε από την αρχ. και μσν. κατάλ. ούδι(ο)ν (πρβλ. λαγ ούδιν) από ουσ. με θέμα σε ου + υποκορ. κατάλ. (ι)διον: βοῡς > βούδιον, ὀστοῡν > οστούδιον, χνοῡς > χνούδιον, φλοῡς > φλούδιον.Παραδείγματα …   Dictionary of Greek

  • κάρφος — το (AM κάρφος) [κάρφω] 1. ξερό χόρτο, άχυρο («ὄρνιθας δὲ λέγουσι μεγάλας φορέειν ταῡτα τὰ κάρφεα», Ηρόδ.) 2. ξερό κλαδί νεοελλ. φρ. «είναι κάρφος οφθαλμών» i) είναι αντικείμενο φθόνου ii) (για τέχνη) τερατούργημα (μσν. αρχ.) παροιμ. «οὐδὲ κάρφος… …   Dictionary of Greek

  • κατάξεσμα — κατάξεσμα, τὸ (Α) [καταξέω] κατάξυσμα*, μικρό κομμάτι, ξέσμα, ρίνισμα, πελεκούδι …   Dictionary of Greek

  • πελέκημα — το, ΝΜΑ [πελεκώ] κομμάτι πελεκημένου ξύλου, πελεκούδι νεοελλ. 1. η κοπή ξύλων με τον πέλεκυ 2. η κατεργασία ξύλου με αιχμηρό όργανο ή με πέλεκυ 3. μτφ. α) ξυλοφόρτωμα, ξυλοκόπημα β) εξόντωση, πετσόκομμα …   Dictionary of Greek

  • πελεκούδα — η το πελεκούδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *πελεκ ίδα < πελεκώ] …   Dictionary of Greek

  • σκινδύλιον — τὸ, Α μικρό τεμάχιο ξύλου, πελεκούδι, σχίζα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σχίζω] …   Dictionary of Greek

  • σκλήθρα — η, Ν 1. το σκλήθρο 2. πελεκούδι …   Dictionary of Greek

  • σχίζα — Μικρό νησί στο νότιο Ιόνιο Πέλαγος, που ανήκει στη μικρή νησιώτικη συστάδα των Οινουσών. Λέγεται και Σκίζα. Έχει έκταση 12,3 τ.χλμ. και μέσο υψόμετρο 10. Κατοικείται περιστασιακά από γεωργούς, κτηνοτρόφους και ψαράδες. Η Σ. υπάγεται στην… …   Dictionary of Greek

  • σχινδάλαμος — και σχινδαλμός και σκινδάλαμος και σκινδαλμός, ὁ, Α 1. λεπτό απόσχισμα ξύλου, πελεκούδι, σχίζα 2. μτφ. α) (για λόγο) σόφισμα β) σοφιστική, εξονυχιστική εξέταση ενός ασήμαντου θέματος. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. σχίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”